υπέρνους

υπέρνους
-ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπέρνοος, -οον, ΜΑ
αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής ανθρώπινης νόησης, ασύλληπτος με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -νους / -νοος (< νόος / νοῦς), πρβλ. σύν- νους / -νοος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • Γκόζε, Σρι Αουρομπίντο — (Sri Aurobindo Gose, Βεγγάλη 1872 – Ποντισερί, Μαδράς 1950). Ινδός φιλόσοφος. Αφού σπούδασε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, γύρισε στην πατρίδα του, όπου καταδιώχθηκε λόγω της δράσης του για την εθνική απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”